συσταυρώ

συσταυρώ
-όω, ΜΑ [σταυρῶ / -ώνω]
1. μετέχω σε σταύρωση
2. παθ. συσταυροῦμαι, -όομαι
α) σταυρώνομαι μαζί με άλλον («καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν», ΚΔ)
β) μτφ. μετέχω στο ψυχικό πάθος, στο μαρτύριο κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συσταύρωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [συσταυρῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συσταυρῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”